Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΔΡΟ


Η  εξαμελής  οικογένεια επιτέλους άρχισε να συνηθίζει την ξενιτειά, γιατί ξενιτειά ήταν εκείνα τα χρόνια η μετεγκατάσταση από το κέντρο στην περιφέρεια, μετά από μια οικονομική καταστροφή. Ο Ιπποκράτης έκανε τα ρεπό του οδηγού στο λεωφορείο του θειου του και με τα τέσσερα μεροκάματα τον μήνα, τις διανυκτερεύσεις  και το 75% των  Κυριακών, τα κουτσόφερναν βόλτα. Πλήρωναν το νοίκι της χαμοκέλας, τους λογαριασμούς κι είχανε και τα δυο κοριτσάκια τους χορτάτα. Ο Παύλος, το στερνοπούλι τους, τεσσάρων μηνών, βύζαινε ακόμα  Επίσης,  με τα δρομολόγια στα χωριά, ο πάτερ φαμίλιας, που ήταν και γλυκοαίματος και τον λάτρεψαν οι χωρικοί,  εξασφάλιζε με ελάχιστα χρήματα, πότε μερικά  αυγά, πότε κανένα κοτόπουλο ή φρούτο για τα παιδιά, ενώ κουβαλούσε με το ζεμπίλι και λίγα κούτσουρα που μάζευε στον δρόμο για τη σόμπα.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα  η κυρά Κωνσταντίνα είπε στην κόρη και τον γαμπρό της.
- Κάτι πρέπει να κάνουμε με Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Όλοι γύρω έχουν στολίσει, η μεγάλη - γύρω στα τέσσερα - με ρώτησε προχθές, γιατί εμείς δεν στολίσαμε ακόμη. Δεν πρέπει τα παιδιά να καταλάβουν την ανάγκη μας.
- Μην στεναχωριέσαι, την παραμονή έχω δρομολόγιο στο Παγγαίο, θα κόψω ένα κλαδί από κάποιο πεύκο.
Η Μάρω, η κόρη της, που πάντα έφερνε την καταστροφή, δεν είχε την "αρρωστημένη" αισιοδοξία της μάνας και του άντρα της, ρώτησε.
- Κι από στολίδια τι θα κάνουμε;
Η γιαγιά, - καθόλου γιαγιά στα πενήντα της - σηκώθηκε, πήγε ως το ντιβάνι που κοιμότανε, σήκωσε το στρώμα κι έβγαλε από κάτω μια στοίβα ασημόχαρτα από τα τσιγάρα του γαμπρού της, αλλά και χρυσόχαρτα από σοκολάτες. 
- Θα τα κόψουμε λεπτές κορδέλες, θα βάλουμε και τούφες βαμβάκι, αν βρεις φέρε και μερικά καρύδια, θα τα τυλίξουμε με το χρυσόχαρτο κι έτοιμο το δενδράκι μας.
- Μπράβο βρε μάνα, όλα τα σκέφτεσαι.
-Έτσι θα τα σκέφτεσαι κι εσύ, όταν φας τη ζωή με το πιρούνι. 
- Με το κουτάλι.
- Με το πιρούνι, ξέρω τι λέω -και γλιστράει σαν υδράργυρος πανάθεμά τη - με το κουτάλι είναι εύκολα.

Τα Χριστούγεννα του σωτηρίου έτους 1956 πέφτανε Τρίτη. Την Κυριακή η Καβάλα ξύπνησε μ΄έναν διαολεμένο χιονιά, που πάγωνε τις ψυχές των φτωχών και του Ιπποκράτη. Αν ανεβάλλετο το ταξίδι λόγω καιρού, όχι δένδρο δεν θα στόλιζαν, αλλά ούτε φαΐ θα έμπαινε στο τσουκάλι. Ευτυχώς από ρούχα δεν είχαν πρόβλημα, κρατούσε ακόμη μια χαρά το ζεστό καμηλό παλτό από τις εποχές των παχιών αγελάδων. Στις έξι, αφού έφαγε ψωμί με τσάι του βουνού και λίγες ελιές, τύλιξε στο κεφάλι και τον λαιμό το ζεστό κασκόλ πλεγμένο από τα χεράκια της γυναίκας του, το δώρο της στην επέτειο του γάμου τους κι έφυγε, ενώ οι γυναίκες τον σταύρωναν στην εξώπορτα.  

Πέρασαν τη μέρα οι δυο γυναίκες σχεδόν αμίλητες. Ευτυχώς είχαν αρκετά ξύλα για τη μασίνα κι η ζέστη τουλάχιστον δεν τους έλειπε. Η μικρή, ένα δίχρονο στρουμπουλό κοριτσάκι με φραντζούλα ως τα τεράστια καστανά ματάκια του, έντυνε και ξέντυνε την κουκλίτσα της με τα ρουχαλάκια που της έφτιαξε η γιαγιά της. Η μεγάλη, ξανθό αυτό, όλο τραβολογούσε την αδελφή της για να παίξουν κάποιο πιο ζωηρό παιχνίδι, χωρίς να βρίσκει όμως ανταπόκριση. Μόλις η πρωτότοκη το παράκανε παρενέβαινε η γιαγιά κι έβαζε τα πράγματα σε τάξη. "Ήσυχα, γιατί, ααα!" Έλεγε στη εγγόνα της φέρνοντας το χέρι σε γροθιά στο στόμα, και κουνώντας απειλητικά το κεφάλι. Παρ΄όλο που ποτέ κανείς από τους ενήλικες δεν σήκωσε χέρι επάνω στα κορίτσια, παραδόξως, έπιανε η απειλή.

Η νύχτα έπεφτε απειλητικά με τον βοριά να μαστιγώνει αλύπητα ότι έβρισκε στο διάβα του.  Η κυρά Κωνσταντίνα άναψε το καντήλι κι έκανε τον σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα της κυρά Δέσποινας, μουρμουρίζοντας "Παναγιά μου φύλαγε τον γερό, όχι για μας, για τα βλαστάρια του"
Η Μάρω τάισε τα μωρά, ξινό Σαμιώτικο  τραχανά, που την έμαθε να κάνει μόνη της με σπασμένο στάρι βρασμένο στο  γάλα και αποξηραμένο στον ήλιο, ο κτηνοτρόφος πεθερός της, μα αδύνατον να τα πείσει να πέσουν για ύπνο. Ήταν και τα δυο αγκαλιασμένα δίπλα στη σόμπα με τα ματάκια τους στραμμένα στην εξώπορτα, προσμένοντας τον μπαμπά τους. Γύρω στις δώδεκα, απόκαμαν πια και τα κουβάλησαν αγκαλιά στο κρεβατάκι τους.

-Άντε κορίτσι μου, πάμε κι εμείς για ύπνο, δεν θα έρθει απόψε.
- Μα δεν είχε διανυκτέρευση! Από το Παγγαίο γυρνάνε αυθημερόν. Δεν υπάρχουν και ξενοδοχεία στα χωριά.
- Τους έκλεισε ο καιρός. Μην ανησυχείς, το κακό, Θεός φυλάξει, μαθαίνεται αμέσως Θα τους φιλοξενήσουν στην κοινότητα ή σε κάποιο σπίτι. 

Χαράματα Δευτέρας, Παραμονή πια,  ήταν και οι δυο γυναίκες στο πόδι, κρεμασμένες από τον σταθμό των ενόπλων δυνάμεων  και τα όσα ανέφερε κάθε τόσο για την κακοκαιρία που σάρωσε από άκρον εις άκρου την χώρα.
Το ραδιόφωνο ήταν η επαφή τους με τον έξω κόσμο και την πατρίδα που εγκατέλειψαν με όλα τους τα καλά, λόγω της οικονομικής καταστροφής. Παρά τον όγκο του, ένα τεράστιο λουστραρισμένο έπιπλο ίσαμε ένα μπόι ύψος και με πικάπ μαζί, δεν τους έκανε καρδιά να το αφήσουν πίσω. Η μικρή το φοβότανε λιγάκι, παρ΄ότι της εξήγησαν χίλιες φορές, πως δεν υπήρχε κανείς άνθρωπος κρυμμένος μέσα του κι ότι η φωνή ερχόταν από πολύ μακριά,  μέσα από τα σύρματα.
Προς το μεσημέρι η Μάρω δεν άντεξε.
- Μάνα, θα πεταχτώ μέχρι το πρακτορείο, να μάθω νέα.
- Ασε, θα πάω εγώ, θα περάσω κι από την εκκλησία στην κάτω γειτονιά, να μην δίνουμε δικαιώματα  στη δική μας, έμαθα θα μοιράσουν δέματα  στους απόρους. Αν δεν γυρίσει ο άντρας σου, μη μείνουν τα παιδιά χριστουγεννιάτικα νηστικά.

Γύρισε μετά από ώρες, παγωμένη, με μια κούτα που είχε μέσα, μια οκά λάδι, δυο πακέτα μακαρόνια, ένα ρύζι, τρία μεγάλα χωριάτικα λουκάνικα, ζάχαρη, καφέ, ένα καρβέλι ψωμί, αλεύρι, καμιά δεκαριά κουραμπιέδες, ένα κομμάτι βούτυρο, ξηρούς καρπούς  και ένα τεράστιο κόκκινο ρόδι.
- Έλα βόηθα, τρεις φορές κόντεψα να κουτρουβαλιαστώ στον πάγο! Κλειστήκανε στην Λεκάνη. Μάλλον θα κάνουν εκεί Χριστούγεννα, δύσκολα θ΄ανοίξει ο δρόμος.
- Γιαγιά που τα βρήκες όλα αυτά;
- Τα έστειλε ο μπαμπάς σας, έχει πολύ δουλειά και θα λείψει λίγες μέρες.
- Και πως τα έστειλε αφού ο δρόμος έχει χιόνια, ε;
- Εσύ να μην ρωτάς πολλά γλωσσού! Τ΄αγόρασε πριν ξεκινήσει το ταξίδι.

Η μεγάλη εγγονή, τραβήχτηκε θιγμένη στη γωνιά της, δίπλα στη μασίνα κι άρχισε να ξεμπλέκει τα ξανθά κοτσιδάκια της.
-Εγώ δεν θέλω πράγματα, θέλω τον μπαμπά μου, φώναξε χτυπώντας με δύναμη το δεξί πόδι στο ξύλινο πάτωμα. Τον μπαμπά μου, ακούς!
- Θέλω τον μπαμπά μου άρχισε να κλαψουρίζει κι η μικρή, σαν ηχώ της αδελφής της, οπότε κι η άλλη άφησε τις αξιοπρέπειες κι άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς  και οι δυο, πρίμο σεκόντο.
- Μπα σε καλό σας, μην γρουσουζεύετε! Ο μπαμπάς σας θα έρθει και θα σας φέρει το πιο όμορφο χριστουγεννιάτικο δένδρο. Σας έχω πει εγώ ποτέ ψέματα; Άντε τώρα, πηγαίνετε κοντά στη μαμά σας να σας μάθει να κάνετε μελομακάρονα.
Πράγματι η Μάρω, για να απασχολήσει τα χέρια και το μυαλό της κι αφού υπήρχαν πια τα υλικά από τη δωρεά της εκκλησίας, έσπαζε τα καρύδια για να φτιάξει γλυκά.
Το μικρό πιο καλόβολο, έτρεξε κοντά στη μάνα του κι άρχισε να ξεδιαλύνει τον καρπό από τα τσόφλια, πάνω στο καρό μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο.
Η μεγάλη όμως τον χαβά της.
- Θέλω τον μπαμπά μου. Εγώ δεν θα κάνω γλυκά όταν μεγαλώσω, θα έχω υπηρέτρια.
- Καλά, έλα τότε να κρεμάσουμε το ρόδι στην πόρτα, για γούρι. Να μας φέρει ο Θεός και τον πατέρα σου και τόσα καλά όσα τα κόκκινα σπειριά του. 
Το κόλπο έπιασε, για λίγο.

Μετά ήρθε ο θείος ο Νίκος, ο αδελφός της άλλης γιαγιάς, πλούσιος και  καλός άνθρωπος, μα μπέρδευε την αλληλεγγύη με τη φιλανθρωπία και τους τα χάλαγε λιγάκι. Τι θα πει, ζήτα ανεψιέ ότι θες, ο σκοπός είναι να δίνεις χωρίς να τον βάζεις τον άλλον, έστω και συγγενή στη θέση του ζήτουλα. Σ΄αυτόν όμως χρωστούσαν τα λίγα έστω μεροκάματα, δικό του ήταν το λεωφορείο. 
Τις καθησύχασε, ο άνθρωπός τους κι ο εισπράκτορας θα κάνανε Χριστούγεννα στο κεφαλοχώρι, με όλα τους τα καλά και βέβαια όλες οι μέρες του αποκλεισμού θα πληρωνόταν με το παραπάνω. Τους έφερε και γύρω στη μιάμιση οκά χοιρινό, ένα κοτόπουλο, χριστόψωμο, κουραμπιέδες και από ένα ζευγάρι λουστρινένια παπούτσια για τις δευτερανηψιές του. Έσκυψε μάλιστα ο ίδιος, παρά την τεράστια κοιλιά του και τους τα φόρεσε. Μετά πήρε το μωρό στα χέρια, το έπαιξε, βούρκωσε για τον αδικοσκοτωμένο ανήψι του στον εμφύλιο που είχε τ΄όνομά του και το έντυσε άτσαλα με το καινούριο γαλάζιο φορμάκι που του έφερε. Φεύγοντας, άφησε πάνω στο τραπέζι δυο χαρτονομίσματα.
"Δώρο από τη θειά σου, κορίτσι μου, να πάρεις μόνη σου ότι θες, μέρες που είναι"
Τον κέρασαν καφέ, τον ευχαρίστησαν και τον ξεπροβόδισαν μετά από λίγο ως την αυλόπορτα.

Ύστερα  κλειστήκανε στο σπιτικό τους, τα μελομακάρονα μοσχοβολούσαν στο φουρνάκι της μασίνας, ο κούκος χτυπούσε βασανιστικά τις ώρες της Παραμονής που κυλούσαν αργά, ο εκφωνητής συνέχιζε ανάμεσα από τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια να ενημερώνει για τον πρωτοφανή χιονιά κι οι τέσσερεις τους είχαν κολλημένο το μυαλό στον μεγάλο απόντα.
Κατά τις δέκα  κι αφού η μαμά είχε εξηγήσει όλες τις απορίες των κοριτσιών για τη γέννηση του Χριστού, τα έβαλε για ύπνο, γύρω στις δώδεκα ξάπλωσαν κι οι μεγάλες.
Θα ήταν χαράματα, όταν ακούστηκε κλειδί στην πόρτα. Πετάχθηκαν κι οι δυο ορθές. Δεν είχαν συνηθίσει ακόμα τον ξένο τόπο.

Στην είσοδο ο Ιπποκράτης, ο άντρας του σπιτιού, χαμογελαστός, κοκαλωμένος από την παγωνιά, κρατούσε στην αγκαλιά του ένα τεράστιο κλαδί από πεύκο και είχε στην πλάτη του το συνηθισμένο ζεμπίλι με τα καυσόξυλα.
Χαρές, αγκαλιές, φιλιά, όλα χαμηλόφωνα, να μην ξυπνήσουν οι μικρές.
Κατέβηκε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο με αλυσίδες κι άδραξε κι εκείνος την ευκαιρία να γυρίσει στο σπίτι του. Ανήμερα, στις δύο  το μεσημέρι θα γύριζαν πίσω.
Κάθισαν κι οι τρεις μέσα στη νύχτα και στόλισαν ένα δένδρο όνειρο. με ασημόχαρτα, καρύδια τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο για μπάλες, τούφες από βαμβάκι παντού και στην κορφή ένα αστέρι από ζυμάρι που είχε ψήσει η μάνα νωρίτερα μαζί με τα γλυκά. Μέχρι και κεράκια είχε, από τις κομματιασμένες πασχαλιάτικες λαμπάδες τους

Κάτω από το δένδρο αντίκρισαν  τα κορίτσια μόλις ξύπνησαν, μια κουδουνίστρα για το μωρό, μια κουκλίτσα για τη μικρή κι ένα βιβλίο με ζωγραφιές για τη μεγάλη, που δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τις κούκλες. Τα είχε αγοράσει το απόγευμα η μάνα τους με τα λεφτά του θείου Νίκου. Υπήρχαν όμως και δυο μάλλινα μπορντό φορεματάκια που είχε φτιάξει η γιαγιά κρυφά στο χέρι, θυσιάζοντας το αγαπημένο της μαντό. Μα το πιο όμορφο δώρο, ήταν και για τις δυο η αγκαλιά του μπαμπά τους, μια αγκαλιά που έμενε διάπλατα ανοιχτή, τρυφερή, γενναιόδωρη και πάντα το ίδιο ζεστή, πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια και για τα τέσσερα παιδιά του. 
Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν για μένα από τα πλουσιότερα και ομορφότερα της ζωής μου. Κι είναι και τώρα με τις τόσες δυσκολίες που ζούμε, ένας φωτεινός, φάρος αισιοδοξίας κι ελπίδας, μακάρι και για σας.


από: Niki Vikou

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Πάθος για ζωή....


Πάθος για ζωή………
Πάντα στο όνειρο μας……….μεθυσμένος θα’μαι .
Την αγκαλιά σου πολύτιμο δώρο και το χάδι σου
πανάκριβο ρουμπίνι για την ψυχή μου.
Τα μάτια σου θα είναι οι ‘’ χούφτες ‘’ για την 
Θάλασσα που θέλω να καταπιώ .
Το χαμόγελο σου πολύχρωμο ηλιοβασίλεμα 
στα σπλάχνα μου .
Η αγάπη μας, το πάθος για ζωή .
Δεν ζητάω πολλά μονάκριβη μου .
Ζητάω αυτά που θέλω πάντα να σε δίνω
και οι πληγές μου , χάνονται πέρα στα δειλινά………

(...Δελιωνίτης..Θ...)....


Υ..Γ.....Από την ανέκδοτη συλλογή μου...'' ΤΑ ΚΟΥΡΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΗ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ '' .

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Πόρνη η Ρωμιοσύνη...

Δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα,
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχειά σου γλώσσα,των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι ...

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι,και χαύνοι λεβαντίνοι,
λύκοι ώ κοπάδια οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη.

Κ.ΠΑΛΑΜΑΣ

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Πες τους ότι σ’ αγαπώ

Αν δεις τα υποβρύχια
Πες τους ότι σ’ αγαπώ
Αν μαζευτούν τα σύννεφα
Πες τους ότι σε λατρεύω
Αν η θύελλα λυσσασμένη ξεσπάσει πάνω στους βράχους
της ακτής
Πες της ότι είσαι ο πολύτιμός μου λίθος
Αν κάποιος κόκκος άμμου λάμπει μες στις χιλιάδες
κόκκους άμμου που έχει η ακρογιαλιά
Πες του ότι είσαι το ακριβό πετράδι που αγαπώ
Όταν θα δεις τον ταχυδρόμο
Πες του με πόση ανυπομονησία περιμένω τα γράμματά
σου..

~Γκιγιώμ Απολλιναίρ

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Δεν είναι φωτιά για να σε κάψει

Τον θεό δεν τον αγναντεύεις από ψηλά. 
Ούτε του κάνεις σινιάλο, υψώνοντας το λαιμό σαν κύκνος. 
Κάπου τον περιμένεις, στη γωνιά σου. 
Στη τρύπα σου. 
Σιγοτραγουδώντας… 
Δεν είναι φωτιά να σε κάψει. 
Δεν είναι αστροπελέκι. 
Ένας σπόρος μικρούλης είναι, που τον κρατάς στα δάκτυλά σου. 
Κι αν τον αγαπάς πολύ, μπορεί και ν’ ανθίσει στη χούφτα σου!

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

«Μην υπακούς, φτιάξε…..»

«Μην υπακούς, φτιάξε…..»

Βότσαλα «θυμού» πετούσε στη «θάλασσα», ξεχασμένος στο απέραντό της, ταξίδευε χωρίς να το θέλει παντού της, σκόρπιος….
Κλέφτρα η «θάλασσα», ξεμυαλίστρα, ούτε που το καταλάβαινες πως χάνεις τα μυαλά σου μαζί της…
…όλα τα είχε, κάθε μορφή ζωής έκρυβε μέσα της, μα πιο πολύ απ’όλα, μια αιώνια δροσιά, σαν άνοιγες…. αμέσως εκείνη με μιάς σε πότιζε, παίρνοντας όλες τις τοξίνες κάθε θλίψης… ξεπλένοντας τα κύτταρα, διώχνοντας τους καταγεγραμμένους χειμώνες από το αίμα, έτσι ανάσαινε η ψυχή κι άρχιζε τα τραγούδια….
…σαν ξεθύμανε, κάθισε εκεί ακριβώς που σκάει το κύμα, την κοιτούσε με απέραντη αγάπη, εκείνη χάρηκε, το ήξερε πως ήταν η ώρα του, να αλλάξει τρόπους σκέψης.

Αγάπη αυτός,

Αγάπη αυτή,

...έτσι είναι η "θάλασσα" με όποια μάτια την κοιτάξεις, με αυτά θα σου απαντήσει.."

Μίλα μου, του είπε,
«θέλω, να με αγαπούν, να με αποδέχονται γι’αυτό που είμαι, να με κοιτούν στα μάτια, να νοιάζονται για μένα…. μα πιο πολύ απ’όλα θέλω να μάθω πως ειρήνη να φτιάξω, να ζήσω, να δώσω, να πάρω…..»

«βάλε φωτιά στα παλιά…. 
μην ακολουθείς, δράσε, 
μην υπακούς, φτιάξε… 
έχεις γνώμη, πές την,
φρόντισε ότι από το χέρι σου περνάει…. όλοι έχουν να φροντίσουν….
και κυριότερα μη χαρίζεις την δύναμη σου, σε ότι δεν αξίζει….
δές γύρω σου, πάντα θα υπάρχουν αυτοί που δεν ξέρουν ν’αγαπούν, μα θα μάθουν με την σειρά τους, δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι’αυτό, 
εκτός από το να μην τους αφήνεις να σε ΔΙΟΙΚΟΥΝ……» 

Πλυτά Λουκία 18-8-2013

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Δε σ' αγαπώ - Pablo Neruda

Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ' αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ' από την ψυχή και τον ίσκιο.

Σ' αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ' τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.
Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ' άλλον τρόπο,
παρά μ' ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Η Αυλαία

«Η ζωή καμία φορά σε βάζει να παίξεις τραγωδία χωρίς καν
να έχεις επιλέξει το ρόλο.»

Δε πειράζει αν είμαι ο πρωταγωνιστής,
ή
ο φωτιστής.

Δε μετράει αν είμαι ο ηθοποιός,
ή
ο θεατής.

Δε διαφέρει αν είμαι ο κομπάρσος,
ή
ο ταξιθέτης.

Δεν έχει σημασία αν είμαι πάνω στη σκηνή,
ή
κάτω στην πλατέα!

Δεν έχει νόημα αν είμαι αυτός που χειροκροτεί
ή
που χειροκροτείται !

Η ουσία είναι ,
πως ,
μόλις τελειώσει η παράσταση,
θα είμαστε κι οι δύο ,
μόνοι.

Με την αυλαία,
να μας χωρίζει ,
στον αβυσσαλέο,
αιώνιο ,
κυκλώνα ,
των έρημων ψυχών…

«Η αυλαία μπορεί ν΄ ανοίξει …

και το δράμα να αρχίσει…»

Lurica Sklavounou

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Χαλίλ Γκιμπράν





Μπορείτε να δώσετε στα παιδιά σας την αγάπη σας, όχι όμως τις σκέψεις σας, γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις...
Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους, όχι όμως και την ψυχή τους, γιατί η ψυχή τους ζει στο σπίτι του αύριο που εσείς δεν μπορείτε να επισκεφτείτε ούτε καν στα όνειρά σας...
Μπορείτε να πασχίσετε να τους μοιάσετε, μην προσπαθείτε όμως να τα κάνετε να σας μοιάσουν, γιατί η ζωή δεν πηγαίνει πίσω, ούτε μένει στο χθες.

~Χαλίλ Γκιμπράν
Στα μονοπάτια της ποίησης


Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Μαριονέτα..

Για εισαγωγή μουσική.
Επιβλητική.
Ρυθμικοί τυμπανισμοί.
Ένα πλήθος σκιών κάνει την εμφάνισή του.
Τα φώτα σβήνουν...

Στρατιωτικό παράγγελμα.
Προσοχή..Ανάπαυση..και πάλι Προσοχή.
Ακούγεται θόρυβος ... σηκώνεται σκόνη.
Εν ... Δύο ... Ένα ... Δυο.
Απομακρύνονται όλοι ... Σιωπή.

Απομένεις μόνος στην κεντρική σκηνή.
Μυρίζει ιδρώτας ... φόβος ...
Δεν μπορείς να σαλέψεις.
Σου ζητάνε να πάρεις μια απόφαση μα είναι αδύνατον.
Κάτι σε κρατάει μα δεν ξέρεις τι.

Σχοινιά πολύχρωμα πέφτουν απ' την οροφή.
Όλοι εντυπωσιάζονται.
Είναι αυτά που δίνουν έμφαση στις κινήσεις σου.
Προχωράς αριστερά-δεξιά χωρίς να το θες.
Ανοίγεις το στόμα σου μα δεν ακούγεσαι...
Δεν είναι ακόμα ώρα ...

Πέφτει η αυλαία...
Σιωπή..!

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Αγκαλιές που έγραψαν Ιστορία



Στοχασμοί που συνδέονται με θρύλους και αινίγματα
Στιγμιότυπα που συμμετέχουν σε πηγές έμπνευσης
Ακούσματα που στοιχειώνουν αφήνοντας σημάδια
Περιπλανήσεις που σημαδεύουν το παρόν και το μέλλον
Ψίθυροι που παραμένουν ανεξίτηλοι στα τοιχώματα της ψυχής
Μορφές που συντροφεύουν το βλέμμα συνεχόμενα
Κύματα που μπλέκονται στις τροχιές της θύμησης
Χάδια που αναπαράγονται στις νύχτες του νου
Αποτυπώματα που σφράγισαν τα μάτια του κορμιού

Αγκαλιές που έγραψαν Ιστορία

(c) Έμυ Τζωάννου

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΒΡΟΧΟΣ





Τώρα που σε εχω διαγράψει απο την καρδιά μου,
ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
όλο και πιο πολυ τυραννικά.
Δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,
δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.


Νικηφόρος Βρεττάκος





Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

είμαι ένα πρόβλημα

Μέχρι πρόσφατα πίστευα ( ή προσποιόμουν ότι πίστευα)  πως έχω πολλά, πάρα πολλά προβλήματα. 
Μα ακριβώς το ρήμα "έχω" υποδηλώνει ότι αυτά είναι εξωτερικά ως προς την αληθινή φύση και επομένως είναι δυνατόν να (δια)λυθούν.
Σήμερα όμως έχοντας υποχρέωση στον εαυτό μου πρέπει να δω κατάματα την αλήθεια. Έχοντας διανύσει σχεδόν μισό αιώνα ζωής, σ΄αυτόν τον κόσμο πρέπει να κάνω ένα απολογισμό του βίου μου.
Και ο απολογισμός αυτός αποκαλύπτει ένα φοβερό μυστικό: δεν έχω προβλήματα, είμαι ένα πρόβλημα, ενσαρκώνω ένα πρόβλημα, αυτό της μοναξιάς, της αποξένωσης, της ανικανοποίησης.
Έτσι για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα κάποιος πρέπει να το λύσει. Αν όμως το πρόβλημα είναι ο ίδιος τότε πρέπει να απαλλαχθεί από αυτό μόνο καταστρέφοντας τον εαυτό του. Οπότε είτε κουβαλάς το σταυρό και υπομένεις μέχρι τέλος είτε τον αφήνεις να πέσει πάνω σου και να σε τσακίσει.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Στης πίκρας τα ξερόνησα

Πού να `βρω τέσσερα σπαθιά
και μια λαμπάδα στη γροθιά
φωτιά να βάλω σήμερα
και να τον κάψω σίγουρα
τον κόσμο αυτό που αγάπησα
και μ’ άφησε και σάπισα

Στης πίκρας τα ξερόνησα
το δάκρυ μου κοινώνησα
και στης ζωής τη φυλακή
που δεν υπάρχει Κυριακή
ποτέ μου δε λησμόνησα
τη μοναξιά τη φόνισσα

Κι εσύ που ήρθες μια βραδιά
να μου ζεστάνεις την καρδιά
με πέταξες αλίμονο
στο μαύρο καταχείμωνο
με πρόδωσες και μ’ έφτυσες
ήσουν χαρά και ξέφτισες

Πού να `βρω τέσσερα κεριά
και στην ψυχή μου σιγουριά
φωτιά να βάλω γρήγορα
και να τον κάψω σήμερα
τον κόσμο αυτό που αγάπησα
και μ’ άφησε και σάπισα

και σάπισα, αγάπησα, αγάπησα, και σάπισα...
Νίκος Γκάτσος

https://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=6UmZGShePls

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα



Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν.

Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.
Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει.
Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά.
Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.
Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι.
Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό.
Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της.
Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν... 

~Αλκυόνη Παπαδάκη / Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα

Καλοκαίρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία…

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι…

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι…

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα…

Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα…

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι…

Ελύτης
http://www.youtube.com/watch?v=1s1Z8i-e4hs

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Τι να μου πουν;

Τι να μου πουν τα μακρινά αστέρια;

Κι αν τόσο λάμπουν ν’ αγκαλιάσουν δεν μπορούν

Σαν με κρατούν τα λατρευτά σου χέρια

στον ουρανό τα όνειρα μου δεν χωρούν

Τι να μου πει της θάλασσας το κύμα;

Είναι ανήμπορο γλυκά να με φιλήσει

όπως τα χείλη σου που μοιάζουνε με ποίημα

που 'ρθε τα βράχια της ψυχής μου να δροσίσει

Τι να μου πουν της μοναξιάς οι ώρες;

Οι θλιβερές. Να με αγγίξουν δεν μπορούν

Ένα σου γέλιο με ταξίδεψε σε χώρες

εκεί που όλοι να βρεθούνε λαχταρούν

Τι να μου πουν τα χρόνια που 'χω ζήσει;

Πέρασαν. Φύγαν. Κι ότι άφησαν μικρό

Γλυκιά στιγμή, μαζί σου, να γεμίσει

την ύπαρξη μου και τον κόσμο ήταν γραφτό

Nikolaos Paizanis

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Είναι φορές

Είναι φορές
που ο λεπτοδείκτης..
αρχίζει ξαφνικά να καταπίνει,
αμάσητα σχεδόν,
κάτι χρόνια που περίσσεψαν,
κάτι όνειρα πoυ δε χωράνε στο τάπερ,
κάτι λόγια πoυ ξεφύγανε από τη σιωπή,
κάτι δάχτυλα γεμάτα κόλλες αφισοκόλλησης,
κάτι χαμόγελα, αναπάντεχα,
που δεν έγιναν γέλιο.

Και παίρνει κιλά.
Και κολλάει.
Χορεύει μονότονα
τους χτύπους της καρδιάς μου
ανάμεσα στις μικρές γραμμές
που ορίζει..

Τότε είναι που
αναζητά
ένα χαμόγελο
κι ένα χέρι
να τον ξεκολλήσει

Κι εγώ του κάνω πλάκα.
Τον βλέπω να βασανίζεται
απολαμβάνοντας
ένα ποτήρι λέξεις.

Μα το μονότονο της κίνησης του,
μου φέρνει ύπνο.

Το πρωί όλα είναι κανονικά .
Κι απ’ το ρολόι δεν έχει χαθεί
ούτε ένα λεπτό.

γ.β.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Βολεύτηκα...

Βολεύτηκα στη θέση τη μπροστινή,
άφησα τους άλλους πίσω σα να μην υπήρξαν ποτές.

Βολεύτηκα με τη πρώτη ανάσα
στη μπόχα του σάπιου μήλου,
που η μοχθηρή Εύα έδωκε στον άβουλο Αδάμ.

Βολεύτηκα μέσα σε φτερά αητού
ανήμπορα να πετάξουν από το βάρος της γύμνιας τους.

Βολεύτηκα κάτου από τον ίσκιο του ηγέτη,
που αποφάσιζε για με και κάθε τόσο
επέτρεπε  με να υπάρχω έτσι στα ψέματα.

 Βολεύτηκα στη ζηλευτή τεμπελιά της ανυπαρξίας μου,
πάνω σε μάρμαρα δούλων σκαλιστά, γερμένος.

Βολεύτηκα στο δήθεν, στο τάχατες,
ιδρώνοντας και τρέμοντας σύγκορμος,
μη φανώ σκελετωμένος, άσαρκος, άμυαλος.

 Βολεύτηκα κάτου απ’ τα σύγνεφα που έκρυβαν έναν ήλιο
νιό, άφθαρτο, δροσερό σα πελαγίσα αύρα.

 Βολεύτηκα στη σκοτεινιά του τίποτα
που αφουγκράζεται μύριους ψιθύρους,
ακατάληπτους, απλά μονάχα ακουστούς.

 Βολεύτηκα στο χτες ξεχνώντας τα τώρα
και αρνιόμενος να κάνω το παραμικρό για το αύριο,
βυθισμένος σε ξεθωριασμένες άπνοες ηδονές.

Βολεύτηκα στη κενή χαρά ανέραστων σχέσεων
απαλλαγμένων απ’ των ερώτων τα άγια αίματα.

 Βολεύτηκα στο τρισάθλιο σαρκίο μου
θρηνώντας γοερά την αδικοχαμένη μου νιότη,
βρίζοντας και περιδιαβαίνοντας τα μονοπάτια της λήθης.

Βολεύτηκα και απόθανα νέος, παρθένος, μικρός,
ανήκουστος,ανύπαρκτος, αθύμητος, αισχρός.

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Θα γράφω

Θα γράφω,

θα συνεχίζω να γράφω

μέχρι να με σχωρέσει ο γιος μου

για την άθλια ζωή που του ξέρασα.

(Αν το κάνει ποτές)

 θα γράφω ενάντια στα πουλάκια

και στα ποταμάκια που υποδουλωμένα

ντρέπονται για την ύπαρξή τους.

 θα γράφω ενάντια σε ξεφτιλισμένους ερώτους

που κρύβονται στα σκοτάδια γιομάτοι αηδία.

 Θα συνεχίσω ενάντια στους αλήτες,

παπατζήδες ποιητές που ράβουν τις φλέβες τους

για να κρύψουν το αίμα.

 Θα γράφω ενάντια σ’αυτούς τους ξεφτιλισμένους

που προσδοκάν τα πάντα για πάρτη τους,

καμώμενοι τους αόμματους.

 θα γράφω όσο μπορώ αφού για τίποτε άλλο

δεν είμαι ικανός, έστω αυτό το ελάχιστο,

σου δίνω το λόγο μου ρε.

http://anorthografies.net

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Μη φοβάσαι...

Μη φοβάσαι να χαμογελασεις,μην φοβασαι να πεις μια ζεστη καλημερα ,,,μην φοβασαι να αγαπήσεις. Μη φοβάσαι να αγαπηθείς!
Και μη πιστέψεις ποτε οτι μπορείς να κατευθύνεις εσυ-εσυ-ολοι εμεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε θυμηθει καποτε θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία την πορεια ολων μας,,,

Η αγάπη σε καθε μορφη της δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, δικες σου ειναι αυτές οι επιθυμίες σου,μην τις προδωσεις μην νοιωσεις ενοχη,,,,
Να νοιωσει τον ιδρωτα της χαρας και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.τι ομορφη ειναι η νυχτα οταν αγαπας το φεγγαρι και τα χιλιαδες αστερια του καλοκαιρινου ουρανου!!!!!!
πρεπει να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας γιατι καθε ανθωπος αξιζει την ταπεινωση της καρδιας,,,,
Να πληγωθείς από την ίδια, την ίδια τη γνώση της αγάπης και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα χωρι πολπλοκες σκεψεις χωρις την αρνηση της ζωης,,,
ΜΗΝ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΟ ΦΩΣ,,,
Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αρνησης και την ευχαρίστηση της αγάπης την μεταφερεις για το αυριο, τότε θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη «γύμνια» σου και να βγεις έξω από την αιωνια ευτυχια των λουλουδιων και το ηλιου!
Μη φοβηθείς την σκοτεινη ρεματια ειναι η σκια των δεντρων που γαληνευει τα σωματα και την ψυχη,,
Υπάρχει μια γλυκιά ηρεμία μέσα στη τρικυμία των πάντων γύρω μας.
Είναι η Αγάπη που σε αγκαλιάζει και δεν αφήνει να βυθιστείς. Ζησε την για λίγο, μη φοβηθείς για το πολύ…ΧΑΜΟΓΕΛΑ!ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟΙ!ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜE ΜΟΝΟΙ!

Βαγγέλης Συρμής.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Ένα φεγγάρι.....


Μακάρι να το απολαύσουν όλοι....

ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ..


Κάθεσαι μπροστά στο λαπ..
Τα πλήκτρα περιμένουν ανυπόμονα να τα..χαϊδέψεις ..μπας και βγάλουν καμιά …¨ σοφία ¨ από αυτές που τους αρέσουν να ..να καμαρώνουν πως εκείνα ..έγραψαν !
Θα περιμένουν ..πολύ όμως… μιας και μυαλό και ψυχή ..ταξιδεύουν αλλού .. !!
Τι φταις αν σου ..¨μύρισαν¨ διακοπές..
« Τι στο καλό ανισότητες είναι αυτές..άλλοι να έχουν ήδη ξαπλώσει πάνω στη άμμο..» και εσύ να αρκείσαι στο να την συλλογιέσαι..;
Όμως ..είναι η ζωή μάτια μου..…που λέει και το τραγουδάκι..
καλημέρα... χωρίς γκρίνιες..:)

Γιώργος Νεοφώτιστος

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΡΙΑΣ



Μη ψάχνεις να με βρεις μέσα στις λέξεις...
Περιδιαβαίνω στα κενά των τυπωμένων σειρών...
Κοντοστέκομαι στις τελείες.
Αιωρούμαι στις ερωτήσεις...
Ανασαίνω στα αποσιωπητικά...
Ρήματα που κραυγάζουν οι σιωπές μου,
περισπωμένες αλήθειες το καθήκον...
Ντύθηκα μεταξένια "σ΄αγαπώ"...
Χλωμά φεγγάρια τα φιλιά σου...
Φύλλα που τριζοβολούνε έρωτα
κάτω από τα βήματα της μοναξιάς μου...
Μην ψάχνεις να με βρεις μέσα στα βιβλία...
Περιπλανιέμαι στο θαλασσί ακρογιάλι του ονείρου,
τυλιγμένη σε μια εσάρπα ομίχλης...
Τα χνάρια μου πλημμυρίζουν νερό....
Αν δεν τα βρεις, αν δεν τα ψηλαφίσεις,
δεν θα πιστέψεις ποτέ ότι υπήρξα....

~ Άντυ Δημητριάδου ~

Μικρές Πέτρες.


Άφηνα πίσω μου
μικρές πέτρες
Για να μη χαθώ.
Όχι μπουκιές 
απ’ το ψωμί το 
ζυμωμένο από μένα.
Το ήξερα το παραμύθι.
Με τις βροχές
το χώμα έγινε λάσπη.
και τύλιξε τις πέτρες..
Έτσι γέννησε η ζωή μου τοίχους
Πετρόκτιστους.
Ωραίους στην όψη.


γ.β.

........................
καλημεροκαλησπεροκαληνύχτες ...

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Χαρταετοί.

«Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; […] Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι […]το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό.

(Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Εστία)

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Σκουριασμένα μυαλά

Σκουριασμένα μυαλά και αποφλοιωμένες συνειδήσεις

γυρίζουν όλα γύρω από την αέναη ανάγκη του ανθρώπου να αποτυπώνεται στα μάτια των άλλων …

Το βουνό από άμμο που χτίζατε με τόσο ζήλο σκέβρωσε και κινδυνολογεί να σας πλακώσει

να σας πνίξει μέσα στην ησυχία σας, ίσως και να το κάνει

Ανησυχείς για πρώτη φορά και σκεβρώνεις με τρόπο που σου έμοιαζε ξένος μέχρι χθες

αναγουλιάζεις σε σκέψεις παράταιρες και φαντασιώνεσαι πράγματα που σου φαντάζανε άγνωστα

αναρωτιέσαι εντονότερα σήμερα και ψηλαφίζεις το χθες με όνειδος

τι; γκρεμίστηκαν τα σκαλοπάτια της ματαιοδοξίας σου;

τι; γέμισαν οι κουβάδες από τον ιδρώτα των άλλων και γίνανε ασήκωτοι;

Τρύπησαν οι τσέπες και χάσατε το έδαφος που πατάτε;

Έκανες τόσα χιλιόμετρα μέσα σ αυτές τις τσέπες που ξέχασες να προχωράς με τα πόδια

το περπάτημα κάνει καλό στην καρδιά

η καρδιά κάνει καλό στην ψυχή

η ψυχή κάνει καλό στα πεινασμένα παιδιά

Που αν και μικρά τα ξέρουν όλα

μεγαλώνοντας ξεχνούν

ξεχνούν ότι ήταν μικρά

ξεχνούν ότι μεγάλωσαν

ξεχνούν τους άλλους,

ξεχνούν τους, ίδιους

μακάρι να μην ξεχάσω

όλη η κληρονομιά μου

όλα τα υπάρχοντα μου κρύφτηκαν

σε κόκαλο με ρίζες ….

στέγη κεράστηκαν  να τα διαφυλάξω

και άμα προκύψω ικανός να τα μοιράσω ….


http://anorthografies.net/

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Ο κόσμος μας

Είναι τόσο μικρός ο κόσμος μας
που φτάνει ένας ουρανός να τον σκεπάσει με φροντίδα.
Είναι τόσο μικρός ο κόσμος μας
που φτάνει ένας ήλιος για να φωτίσει τις μέρες μας.
Είναι τόσο μικρός ο κόσμος μας που φτάνει μια σελήνη για να στολίσει τα όνειρά του.
Είναι τόσο μικρός ο κόσμος μας
που φτάνει μια φωτιά να τόνε κάψει όλο.
Είναι τόσο μικρός ο κόσμος μας που φτάνει μία χούφτα ανθρώπων, ναι μια χούφτα, να τόνε παίξουν  μπάλα και να διασκεδάσουν....

Το ίδιο έργο...

Χαμένες ελπίδες, ψεύτικες υποσχέσεις, το ίδιο επαναλαμβανόμενο έργο δεκάδες φορές!

«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή και βρήκαμε τη στάχτη.»

Ποιός θιασώτης των «συνωστισμών» μπορεί να λογαριάσει και να ζυγίσει στη ζυγαριά της Ιστορίας την απώλεια και την καταστροφή, τους λυγμούς και το ατέλειωτο κλάμα αυτής της Μικρασιάτισσας μάνας που δεν της έμεινε τίποτε;

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Θάλασσα.

Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική ή συνείδηση:
Δεν γνώριζα αν είναι κύμα μονάχα ή πλάσμα βαθύ
ή μονάχα βραχνή φωνή ή θαμβωτική εικασία
ιχθύων και καραβιών.
Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα
με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ
στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.
Δεν είναι μονάχα τ΄ αλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν’ ανάγγελλε κάποιο αργό θάνατο
τρεμουλιάρης πλανήτης,
όχι, με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.
Διατηρώ ό,τι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο
που’ ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν
κι ανέβαινε στην άβυσσο του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,
και η στείρωση του άστρου,
μόνο σκοτάδια κρύβεις
κι από το βλέμμα σου, στιγμές
προβάλλει αχτίδα φως
Όταν γέρνω στα βράδια
ρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μου
στο κύμα που βογκά
στα ωκεάνια μάτια σου.

Πάμπλο Νερούντα

http://noprogramm.blogspot.gr/


Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Ζήτω...

ζήτω
το κλαδί βασιλικού το στις παλάμες μου καρφιτσωμένο …
το φύλλο που ξαφνικά έπεσε πάνω στα μαλλιά σου…
κείνο το μολυβένιο στρατιωτάκι  το φυλαγμένο…
ο κούρος που κοκκίνισε στη λέξη έλα….
η βρώμικη αναπνοή των ναυτικών μέσα στο μαγαζί της Μάρως…
το αγκάθι το στη φωνή μου αφημένο…
ζήτω
οι βρισιές που ξεστόμισα κι ο αέρας μ’ άκουγε υπομονετικά…
τα σκισμένα χαρτιά στο καλαθάκι κάτω απ’ το γραφείο…
τα συνθήματα που μουρμούρισα και δε φώναξα… 
το μεσοφόρι της πουτάνας της Γωγώς…
η μολυβένια μύτη που δραπέτευσε…
οι λέξεις που βραχνιάζουν στη σιωπή τους…
ζήτω
κείνο το μη και κείνο το όχι …
το σεντόνι που σε τύλιξε…
το περπάτημα του εργάτη στο σχόλασμα…
 η στάλα που  στεφάνωσε τα βλέφαρά σου…
ο άγγελος που έπαιζε ζάρια σε σιδεράδικο στο Πειραιά
ο ιδρώτας της θάλασσας που σε μύρισε…
ζήτω
οι γραμμές του τρένου που κείτονται πλάι του…
η πανάρχαια επιγραφή που σ’ ονομάτιζε…
το φιλί το κρεμασμένο στ’ αυτί μιας νύχτας που γέρασε…
τούτη η φλεβίτσα, να αυτή εδώ η μικρή ,  που σε ανάθρεψε…
ζήτω
το ρολόι που χτυπά μονότονα
ο λύκος πεινά και ερωτεύεται
ζήτω
τα μυστικά τα σύμβολα με λέξεις καλυμμένα   

γ.β.