Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Γκάντι και Mr. Peters

Όταν ο Γκάντι μελετούσε νομικά στο Πανεπιστημίου τού Λονδίνου είχε έναν καθηγητή του οποίου το επίθετο ήταν Mr. Peters και ο...οποίος δεν τον συμπαθούσε καθόλου.

Κάποια μέρα, ο Mr. Peters κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος του καθόταν στο εστιατόριο του Πανεπιστημίου όταν ο Γκάντι ήλθε, με τον δίσκο του και κάθισε δίπλα του.
Σοβαρά ενοχλημένος ο υπερόπτης καθηγητής είπε στον Γκάντι:

«Κύριε Γκάντι, δεν γνωρίζετε ότι ένα γουρούνι και ένα περιστέρι δεν κάθονται μαζί κατά τη διάρκεια τού φαγητού τους;» και ή απάντηση τού Γκάντι ήταν...

«Μην ενοχλείστε κ. καθηγητά, θα πετάξω παραπέρα» και λέγοντας αυτά πήγε και κάθισε σ' ένα άλλο τραπέζι.

Πράσινος από τα νεύρα του ο Mr. Peters θέλησε να πάρει την ρεβάνς στην επόμενες εξετάσεις, αλλά ο φοιτητής του απάντησε ορθότατα σε όλες τις ερωτήσεις του.

Τότε ο Mr. Peters του έθεσε την παρακάτω ερώτηση:
«Κύριε Γκάντι, τι θα κάνατε αν περπατώντας στον δρόμο βρίσκατε ένα πακέτο γεμάτο σοφία και ένα άλλο γεμάτο λεφτά; Ποιό από τα δύο θα παίρνατε;»

Χωρίς να πολυσκεφθεί ο Γκάντι τού απάντησε: «Σίγουρα το πακέτο με τα χρήματα.»
Τότε ο Mr. Peters μ' ένα χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία του είπε: «Αν ήμουν στην θέση σας θα έπαιρνα αυτό με την σοφία, δεν νομίζετε;» και ο Γκάντι του απάντησε με απάθεια: «Ο καθένας παίρνει αυτό που τού λείπει.»

Ο Mr. Peters ήδη υστερικός από την απάντηση του φοιτητή του έγραψε στην κόλλα τού διαγωνίσματος, "Ηλίθιος" και την έδωσε στον Γκάντι.
Ο Γκάντι πήρε την κόλλα του διαγωνίσματος και κάθισε κάτω. Μερικά λεπτά αργότερα πάει στον καθηγητή του και τού λέει: «Mr. Peters, υπογράψατε το γραπτό μου, αλλά ξεχάσατε να το βαθμολογήσετε.»

Να σου πω μια ιστορία

“Ο άνθρωπος εκείνος είχε ταξιδέψει πολύ. Στη ζωή του είχε γυρίσει σε εκατοντάδες χώρες, αληθινές και φανταστικές…

Το ταξίδι που θυμόταν περισσότερο ήταν η σύντομη επίσκεψή του στη Χώρα των Μεγάλων Κουταλιών. Έφτασε τυχαία στα σύνορά της. Στoν δρόμο από την Αμπελοχώρα προς την Παραΐδα, υπήρχε μια μικρή παράκαμψη προς τη Χώρα των Μεγάλων Κουταλιών. Επειδή του άρεσαν οι εξερευνήσεις, πήρε εκείνο το δρόμο. Ο δρόμος ήταν όλο στροφές και κατέληγε σ’ ένα τεράστιο απομονωμένο σπίτι.

Στην πόρτα μια πινακίδα έγραφε:
ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΟΥΤΑΛΙΩΝ
ΑΥΤΗ Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΑ ΕΧΕΙ ΜΟΝΑΧΑ ΔΥΟ ΑΙΘΟΥΣΕΣ,
ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ. ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ,
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΩΣ ΤΗ ΔΙΑΚΛΑΔΩΣΗ ΤΟΥ.
ΣΤΡΙΨΕ ΔΕΞΙΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΚΑΜΑΡΑ
Ή ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ.

Ο άνθρωπος προχώρησε στον διάδρομο και στην τύχη, έστριψε πρώτα δεξιά. Ο νέος διάδρομος είχε μήκος καμιά πενηνταριά μέτρα και κατέληγε σε μια τεράστια πόρτα. Μόλις έκανε τα πρώτα βήματα, άρχισε να ακούει τα αχ-βαχ και τα βογκητά που έρχονταν απο το μαύρο δωμάτιο.

Για μια στιγμή, οι κραυγές πόνου και στεναχώριας τον έκαναν να διστάσει, όμως, αποφάσισε να συνεχίσει. Έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε και μπήκε.

Γύρω απο ένα πελώριο τραπέζι κάθονταν εκατοντάδες άτομα. Στο κέντρο του τραπεζιού έβλεπες τους πιο λαχταριστούς μεζέδες και, μολονότι όλοι βαστούσαν απο ένα κουτάλι που έφτανε ως στο κεντρικό πιάτο, πέθαιναν της πείνας! Ο λόγος ήταν οτι τα κουτάλια τους είχαν διπλάσιο μέγεθος απο τα χέρια τους και ήταν κολλημένα στις παλάμες τους. Μ’αυτόν τον τρόπο, όλοι μπορούσαν να φτάσουν το φαγητό αλλά κανένας δε μπορούσε να το φέρει στο στόμα του.

Η κατάσταση ήταν τόσο απελπιστική και οι κραυγές τόσο σπαραξικάρδιες, που ο ταξιδιώτης έκανε μεταβολή και βγήκε τρέχοντας από τη σάλα. Γύρισε στον κεντρικό διάδρομο και τράβηξε προς τ’ αριστερά, προς τη λευκή αίθουσα. Ένας διάδρομος ίδιος με τον προηγούμενο κατέληγε σε μια παρόμοια πόρτα. Η μοναδική διαφορά ήταν ότι στον δρόμο δεν ακούγονταν ούτε βογκητά, ούτε παράπονα. Όταν έφτασε στην πόρτα, ο εξερευνητής έπιασε το πόμολο και την άνοιξε.

Εκατοντάδες άτομα κάθονταν πάλι γύρω από ένα τραπέζι, παρόμοιο μ’ εκείνο της μαύρης κάμαρας. Πάλι στο κέντρο υπήρχαν εκλεκτές λιχουδιές και όλοι στο χέρι τους είχαν στερεωμένο ένα μακρύ κουτάλι. Εκεί όμως κανένας δεν παραπονιόταν ούτε έκλαιγε. Κανένας δεν πέθαινε στη πείνα, γιατί ο ένας τάιζε τον άλλον!"

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι 
(από: http://enfo.gr)