Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΔΡΟ


Η  εξαμελής  οικογένεια επιτέλους άρχισε να συνηθίζει την ξενιτειά, γιατί ξενιτειά ήταν εκείνα τα χρόνια η μετεγκατάσταση από το κέντρο στην περιφέρεια, μετά από μια οικονομική καταστροφή. Ο Ιπποκράτης έκανε τα ρεπό του οδηγού στο λεωφορείο του θειου του και με τα τέσσερα μεροκάματα τον μήνα, τις διανυκτερεύσεις  και το 75% των  Κυριακών, τα κουτσόφερναν βόλτα. Πλήρωναν το νοίκι της χαμοκέλας, τους λογαριασμούς κι είχανε και τα δυο κοριτσάκια τους χορτάτα. Ο Παύλος, το στερνοπούλι τους, τεσσάρων μηνών, βύζαινε ακόμα  Επίσης,  με τα δρομολόγια στα χωριά, ο πάτερ φαμίλιας, που ήταν και γλυκοαίματος και τον λάτρεψαν οι χωρικοί,  εξασφάλιζε με ελάχιστα χρήματα, πότε μερικά  αυγά, πότε κανένα κοτόπουλο ή φρούτο για τα παιδιά, ενώ κουβαλούσε με το ζεμπίλι και λίγα κούτσουρα που μάζευε στον δρόμο για τη σόμπα.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα  η κυρά Κωνσταντίνα είπε στην κόρη και τον γαμπρό της.
- Κάτι πρέπει να κάνουμε με Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Όλοι γύρω έχουν στολίσει, η μεγάλη - γύρω στα τέσσερα - με ρώτησε προχθές, γιατί εμείς δεν στολίσαμε ακόμη. Δεν πρέπει τα παιδιά να καταλάβουν την ανάγκη μας.
- Μην στεναχωριέσαι, την παραμονή έχω δρομολόγιο στο Παγγαίο, θα κόψω ένα κλαδί από κάποιο πεύκο.
Η Μάρω, η κόρη της, που πάντα έφερνε την καταστροφή, δεν είχε την "αρρωστημένη" αισιοδοξία της μάνας και του άντρα της, ρώτησε.
- Κι από στολίδια τι θα κάνουμε;
Η γιαγιά, - καθόλου γιαγιά στα πενήντα της - σηκώθηκε, πήγε ως το ντιβάνι που κοιμότανε, σήκωσε το στρώμα κι έβγαλε από κάτω μια στοίβα ασημόχαρτα από τα τσιγάρα του γαμπρού της, αλλά και χρυσόχαρτα από σοκολάτες. 
- Θα τα κόψουμε λεπτές κορδέλες, θα βάλουμε και τούφες βαμβάκι, αν βρεις φέρε και μερικά καρύδια, θα τα τυλίξουμε με το χρυσόχαρτο κι έτοιμο το δενδράκι μας.
- Μπράβο βρε μάνα, όλα τα σκέφτεσαι.
-Έτσι θα τα σκέφτεσαι κι εσύ, όταν φας τη ζωή με το πιρούνι. 
- Με το κουτάλι.
- Με το πιρούνι, ξέρω τι λέω -και γλιστράει σαν υδράργυρος πανάθεμά τη - με το κουτάλι είναι εύκολα.

Τα Χριστούγεννα του σωτηρίου έτους 1956 πέφτανε Τρίτη. Την Κυριακή η Καβάλα ξύπνησε μ΄έναν διαολεμένο χιονιά, που πάγωνε τις ψυχές των φτωχών και του Ιπποκράτη. Αν ανεβάλλετο το ταξίδι λόγω καιρού, όχι δένδρο δεν θα στόλιζαν, αλλά ούτε φαΐ θα έμπαινε στο τσουκάλι. Ευτυχώς από ρούχα δεν είχαν πρόβλημα, κρατούσε ακόμη μια χαρά το ζεστό καμηλό παλτό από τις εποχές των παχιών αγελάδων. Στις έξι, αφού έφαγε ψωμί με τσάι του βουνού και λίγες ελιές, τύλιξε στο κεφάλι και τον λαιμό το ζεστό κασκόλ πλεγμένο από τα χεράκια της γυναίκας του, το δώρο της στην επέτειο του γάμου τους κι έφυγε, ενώ οι γυναίκες τον σταύρωναν στην εξώπορτα.  

Πέρασαν τη μέρα οι δυο γυναίκες σχεδόν αμίλητες. Ευτυχώς είχαν αρκετά ξύλα για τη μασίνα κι η ζέστη τουλάχιστον δεν τους έλειπε. Η μικρή, ένα δίχρονο στρουμπουλό κοριτσάκι με φραντζούλα ως τα τεράστια καστανά ματάκια του, έντυνε και ξέντυνε την κουκλίτσα της με τα ρουχαλάκια που της έφτιαξε η γιαγιά της. Η μεγάλη, ξανθό αυτό, όλο τραβολογούσε την αδελφή της για να παίξουν κάποιο πιο ζωηρό παιχνίδι, χωρίς να βρίσκει όμως ανταπόκριση. Μόλις η πρωτότοκη το παράκανε παρενέβαινε η γιαγιά κι έβαζε τα πράγματα σε τάξη. "Ήσυχα, γιατί, ααα!" Έλεγε στη εγγόνα της φέρνοντας το χέρι σε γροθιά στο στόμα, και κουνώντας απειλητικά το κεφάλι. Παρ΄όλο που ποτέ κανείς από τους ενήλικες δεν σήκωσε χέρι επάνω στα κορίτσια, παραδόξως, έπιανε η απειλή.

Η νύχτα έπεφτε απειλητικά με τον βοριά να μαστιγώνει αλύπητα ότι έβρισκε στο διάβα του.  Η κυρά Κωνσταντίνα άναψε το καντήλι κι έκανε τον σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα της κυρά Δέσποινας, μουρμουρίζοντας "Παναγιά μου φύλαγε τον γερό, όχι για μας, για τα βλαστάρια του"
Η Μάρω τάισε τα μωρά, ξινό Σαμιώτικο  τραχανά, που την έμαθε να κάνει μόνη της με σπασμένο στάρι βρασμένο στο  γάλα και αποξηραμένο στον ήλιο, ο κτηνοτρόφος πεθερός της, μα αδύνατον να τα πείσει να πέσουν για ύπνο. Ήταν και τα δυο αγκαλιασμένα δίπλα στη σόμπα με τα ματάκια τους στραμμένα στην εξώπορτα, προσμένοντας τον μπαμπά τους. Γύρω στις δώδεκα, απόκαμαν πια και τα κουβάλησαν αγκαλιά στο κρεβατάκι τους.

-Άντε κορίτσι μου, πάμε κι εμείς για ύπνο, δεν θα έρθει απόψε.
- Μα δεν είχε διανυκτέρευση! Από το Παγγαίο γυρνάνε αυθημερόν. Δεν υπάρχουν και ξενοδοχεία στα χωριά.
- Τους έκλεισε ο καιρός. Μην ανησυχείς, το κακό, Θεός φυλάξει, μαθαίνεται αμέσως Θα τους φιλοξενήσουν στην κοινότητα ή σε κάποιο σπίτι. 

Χαράματα Δευτέρας, Παραμονή πια,  ήταν και οι δυο γυναίκες στο πόδι, κρεμασμένες από τον σταθμό των ενόπλων δυνάμεων  και τα όσα ανέφερε κάθε τόσο για την κακοκαιρία που σάρωσε από άκρον εις άκρου την χώρα.
Το ραδιόφωνο ήταν η επαφή τους με τον έξω κόσμο και την πατρίδα που εγκατέλειψαν με όλα τους τα καλά, λόγω της οικονομικής καταστροφής. Παρά τον όγκο του, ένα τεράστιο λουστραρισμένο έπιπλο ίσαμε ένα μπόι ύψος και με πικάπ μαζί, δεν τους έκανε καρδιά να το αφήσουν πίσω. Η μικρή το φοβότανε λιγάκι, παρ΄ότι της εξήγησαν χίλιες φορές, πως δεν υπήρχε κανείς άνθρωπος κρυμμένος μέσα του κι ότι η φωνή ερχόταν από πολύ μακριά,  μέσα από τα σύρματα.
Προς το μεσημέρι η Μάρω δεν άντεξε.
- Μάνα, θα πεταχτώ μέχρι το πρακτορείο, να μάθω νέα.
- Ασε, θα πάω εγώ, θα περάσω κι από την εκκλησία στην κάτω γειτονιά, να μην δίνουμε δικαιώματα  στη δική μας, έμαθα θα μοιράσουν δέματα  στους απόρους. Αν δεν γυρίσει ο άντρας σου, μη μείνουν τα παιδιά χριστουγεννιάτικα νηστικά.

Γύρισε μετά από ώρες, παγωμένη, με μια κούτα που είχε μέσα, μια οκά λάδι, δυο πακέτα μακαρόνια, ένα ρύζι, τρία μεγάλα χωριάτικα λουκάνικα, ζάχαρη, καφέ, ένα καρβέλι ψωμί, αλεύρι, καμιά δεκαριά κουραμπιέδες, ένα κομμάτι βούτυρο, ξηρούς καρπούς  και ένα τεράστιο κόκκινο ρόδι.
- Έλα βόηθα, τρεις φορές κόντεψα να κουτρουβαλιαστώ στον πάγο! Κλειστήκανε στην Λεκάνη. Μάλλον θα κάνουν εκεί Χριστούγεννα, δύσκολα θ΄ανοίξει ο δρόμος.
- Γιαγιά που τα βρήκες όλα αυτά;
- Τα έστειλε ο μπαμπάς σας, έχει πολύ δουλειά και θα λείψει λίγες μέρες.
- Και πως τα έστειλε αφού ο δρόμος έχει χιόνια, ε;
- Εσύ να μην ρωτάς πολλά γλωσσού! Τ΄αγόρασε πριν ξεκινήσει το ταξίδι.

Η μεγάλη εγγονή, τραβήχτηκε θιγμένη στη γωνιά της, δίπλα στη μασίνα κι άρχισε να ξεμπλέκει τα ξανθά κοτσιδάκια της.
-Εγώ δεν θέλω πράγματα, θέλω τον μπαμπά μου, φώναξε χτυπώντας με δύναμη το δεξί πόδι στο ξύλινο πάτωμα. Τον μπαμπά μου, ακούς!
- Θέλω τον μπαμπά μου άρχισε να κλαψουρίζει κι η μικρή, σαν ηχώ της αδελφής της, οπότε κι η άλλη άφησε τις αξιοπρέπειες κι άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς  και οι δυο, πρίμο σεκόντο.
- Μπα σε καλό σας, μην γρουσουζεύετε! Ο μπαμπάς σας θα έρθει και θα σας φέρει το πιο όμορφο χριστουγεννιάτικο δένδρο. Σας έχω πει εγώ ποτέ ψέματα; Άντε τώρα, πηγαίνετε κοντά στη μαμά σας να σας μάθει να κάνετε μελομακάρονα.
Πράγματι η Μάρω, για να απασχολήσει τα χέρια και το μυαλό της κι αφού υπήρχαν πια τα υλικά από τη δωρεά της εκκλησίας, έσπαζε τα καρύδια για να φτιάξει γλυκά.
Το μικρό πιο καλόβολο, έτρεξε κοντά στη μάνα του κι άρχισε να ξεδιαλύνει τον καρπό από τα τσόφλια, πάνω στο καρό μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο.
Η μεγάλη όμως τον χαβά της.
- Θέλω τον μπαμπά μου. Εγώ δεν θα κάνω γλυκά όταν μεγαλώσω, θα έχω υπηρέτρια.
- Καλά, έλα τότε να κρεμάσουμε το ρόδι στην πόρτα, για γούρι. Να μας φέρει ο Θεός και τον πατέρα σου και τόσα καλά όσα τα κόκκινα σπειριά του. 
Το κόλπο έπιασε, για λίγο.

Μετά ήρθε ο θείος ο Νίκος, ο αδελφός της άλλης γιαγιάς, πλούσιος και  καλός άνθρωπος, μα μπέρδευε την αλληλεγγύη με τη φιλανθρωπία και τους τα χάλαγε λιγάκι. Τι θα πει, ζήτα ανεψιέ ότι θες, ο σκοπός είναι να δίνεις χωρίς να τον βάζεις τον άλλον, έστω και συγγενή στη θέση του ζήτουλα. Σ΄αυτόν όμως χρωστούσαν τα λίγα έστω μεροκάματα, δικό του ήταν το λεωφορείο. 
Τις καθησύχασε, ο άνθρωπός τους κι ο εισπράκτορας θα κάνανε Χριστούγεννα στο κεφαλοχώρι, με όλα τους τα καλά και βέβαια όλες οι μέρες του αποκλεισμού θα πληρωνόταν με το παραπάνω. Τους έφερε και γύρω στη μιάμιση οκά χοιρινό, ένα κοτόπουλο, χριστόψωμο, κουραμπιέδες και από ένα ζευγάρι λουστρινένια παπούτσια για τις δευτερανηψιές του. Έσκυψε μάλιστα ο ίδιος, παρά την τεράστια κοιλιά του και τους τα φόρεσε. Μετά πήρε το μωρό στα χέρια, το έπαιξε, βούρκωσε για τον αδικοσκοτωμένο ανήψι του στον εμφύλιο που είχε τ΄όνομά του και το έντυσε άτσαλα με το καινούριο γαλάζιο φορμάκι που του έφερε. Φεύγοντας, άφησε πάνω στο τραπέζι δυο χαρτονομίσματα.
"Δώρο από τη θειά σου, κορίτσι μου, να πάρεις μόνη σου ότι θες, μέρες που είναι"
Τον κέρασαν καφέ, τον ευχαρίστησαν και τον ξεπροβόδισαν μετά από λίγο ως την αυλόπορτα.

Ύστερα  κλειστήκανε στο σπιτικό τους, τα μελομακάρονα μοσχοβολούσαν στο φουρνάκι της μασίνας, ο κούκος χτυπούσε βασανιστικά τις ώρες της Παραμονής που κυλούσαν αργά, ο εκφωνητής συνέχιζε ανάμεσα από τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια να ενημερώνει για τον πρωτοφανή χιονιά κι οι τέσσερεις τους είχαν κολλημένο το μυαλό στον μεγάλο απόντα.
Κατά τις δέκα  κι αφού η μαμά είχε εξηγήσει όλες τις απορίες των κοριτσιών για τη γέννηση του Χριστού, τα έβαλε για ύπνο, γύρω στις δώδεκα ξάπλωσαν κι οι μεγάλες.
Θα ήταν χαράματα, όταν ακούστηκε κλειδί στην πόρτα. Πετάχθηκαν κι οι δυο ορθές. Δεν είχαν συνηθίσει ακόμα τον ξένο τόπο.

Στην είσοδο ο Ιπποκράτης, ο άντρας του σπιτιού, χαμογελαστός, κοκαλωμένος από την παγωνιά, κρατούσε στην αγκαλιά του ένα τεράστιο κλαδί από πεύκο και είχε στην πλάτη του το συνηθισμένο ζεμπίλι με τα καυσόξυλα.
Χαρές, αγκαλιές, φιλιά, όλα χαμηλόφωνα, να μην ξυπνήσουν οι μικρές.
Κατέβηκε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο με αλυσίδες κι άδραξε κι εκείνος την ευκαιρία να γυρίσει στο σπίτι του. Ανήμερα, στις δύο  το μεσημέρι θα γύριζαν πίσω.
Κάθισαν κι οι τρεις μέσα στη νύχτα και στόλισαν ένα δένδρο όνειρο. με ασημόχαρτα, καρύδια τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο για μπάλες, τούφες από βαμβάκι παντού και στην κορφή ένα αστέρι από ζυμάρι που είχε ψήσει η μάνα νωρίτερα μαζί με τα γλυκά. Μέχρι και κεράκια είχε, από τις κομματιασμένες πασχαλιάτικες λαμπάδες τους

Κάτω από το δένδρο αντίκρισαν  τα κορίτσια μόλις ξύπνησαν, μια κουδουνίστρα για το μωρό, μια κουκλίτσα για τη μικρή κι ένα βιβλίο με ζωγραφιές για τη μεγάλη, που δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τις κούκλες. Τα είχε αγοράσει το απόγευμα η μάνα τους με τα λεφτά του θείου Νίκου. Υπήρχαν όμως και δυο μάλλινα μπορντό φορεματάκια που είχε φτιάξει η γιαγιά κρυφά στο χέρι, θυσιάζοντας το αγαπημένο της μαντό. Μα το πιο όμορφο δώρο, ήταν και για τις δυο η αγκαλιά του μπαμπά τους, μια αγκαλιά που έμενε διάπλατα ανοιχτή, τρυφερή, γενναιόδωρη και πάντα το ίδιο ζεστή, πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια και για τα τέσσερα παιδιά του. 
Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν για μένα από τα πλουσιότερα και ομορφότερα της ζωής μου. Κι είναι και τώρα με τις τόσες δυσκολίες που ζούμε, ένας φωτεινός, φάρος αισιοδοξίας κι ελπίδας, μακάρι και για σας.


από: Niki Vikou