Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

για την θεσούλα ρε γαμώτο.

Η συμβουλή του Αριστοφάνη "να αλλάξουμε αυτούς που έχουμε και να εμπιστευθούμε άλλους, αφού με αυτούς που εμπιστευόμαστε τώρα έχουμε ατυχίες" μας κάνει να καταλαβαίνουμε ότι η αδυναμία μας να εφαρμόσουμε αυτή την απλή πρόταση, διαιωνίζει την αθλιότητα.

Μπορείς εύκολα να το διαπιστώσεις αν μιλήσεις με έναν ψηφοφόρο κόμματος εξουσίας. "Εμπιστεύομαι τον Καραμανλή" ή "περιμένω πολλά από τον Γιώργο" σου λέει και εννοεί ότι η ζωή του εξαρτάται από αυτούς και τον στρατό τους. Περιμένει τον διορισμό του, τον διορισμό του παιδιού του, μια ευνοϊκή απόσπαση από το χωριό σε γραφείο στην πόλη, ένα ρουσφέτι οποιασδήποτε μορφής. Το να του ζητάς να τιμωρήσει τους υπεύθυνους, είναι σαν να τον προτρέπεινα απαρνηθεί την ελπίδα του για μια καλύτερη ζωή, έστω και αν η ελπίδα αυτή σημαίνει βόλεμα, ξεπούλημα, ωχαδερφισμό, αναξιοκρατία.

Όσο λοιπόν και αν αηδιάζουμε από τη διαφθορά, τις μίζες, την απουσία οράματος, την αποδεδειγμένη ανικανότητα αυτών που ασκούν την εξουσία δεν μπορούμε να απεγκλωβιστούμε διότι η θεωρία είναι καλή, ο διορισμός όμως, έστω και αν δεν τον αξίζουμε, καλύτερος.

1 σχόλιο:

panagiotis papadopoulos είπε...

Επειδή οι καιροί δεν έχουν αλλάξει και πολύ στην πολιτική ζωή του τόπου μας, βρήκα από την αυτοβιογραφία, που εξέδωσε η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, του Παναγή Βουρλούμη, (ναι του παππού του Προέδρου του Ο.Τ..Ε) , και αντιγράφω τον απολογισμό της 25ετούς πολιτικής ζωής του, που σίγουρα πολλοί νέοι πολιτικοί θα ευχόντουσαν να κάνουν κάποτε και αυτοί, αν τους αφήσουν κάποιοι άλλοι. «Κατά την εικοσιπενταετή πολιτικήν μου σταδιοδρομία (...) ποτέ δεν διέκρινα τους Ελληνας πολίτας εις φίλους ή εχθρούς. Και τους μάλλον φανατικούς πολιτικούς αντιπάλους εξυπηρέτησα διότι είχα την αντίληψιν ότι υπηρέτουν ως υπουργός των Ελλήνων και όχι του κόμματος. Τούτο δεν ήτον ευχάριστον εις τα κομματικά στελέχη των Φιλελευθέρων και μετεβίβαζον τα παράπονα εις τον αρχηγόν του κόμματος, οφείλω όμως να ομολογήσω ότι ουδέποτε οι σχολιασμοί ούτοι εμείωσαν την προς εμέ εμπιστοσύνην του αρχηγού και ουδέποτε ούτος απεδοκίμασε την τοιαύτην πολιτείαν μου. Ουδέποτε έδωκα ψευδείς υποσχέσεις εις ψηφοφόρους προς άγραν ψήφων και ουδέποτε υπεστήριξα κακοποιά στοιχεία και αμφιβόλους χαρακτήρας ή αμφιβόλους υποθέσεις. Διά τούτο και δεν εδημιούργησα περί εμέ κομματικούς πυρήνας, διότι δυστυχώς τα κομματικά λεγόμενα παρ' ημίν στελέχη δεν είναι ομάδες εμπνεόμεναι από κοινά πολιτικά ιδεώδη και κοινάς γενικάς ιδέας προς το καλόν του τόπου, αλλά συνησπισμένα προσωπικά συμφέροντα αναμένοντα εκ της πολιτικής επικρατήσεως την θεραπείαν ατομικών βλέψεων. Η μεγάλη πλειοψηφία των καλών πολιτών, των μη επιδιωκόντων εκ της πολιτικής ατομικά ωφελήματα, δεν μου ηρνήθη την ψήφον της, οσάκις δεν επεκράτει άκρατος πολιτικός φανατισμός όστις τυφλώνει και τους συνετωτέρους των ψηφοφόρων. [...] Η παλαιά προσήλωσις των εκλογέων προς τα κόμματα μικρόν κατά μικρόν χαλαρούται, η δε ποσότης των εκτός των κομμάτων πολιτών οσημέραι αυξάνει ώστε τα αποτελέσματα των εκλογών να μην κρίνωνται πλέον από τας κομματικάς δυνάμεις, αλλ' από το πνεύμα των κυμαινομένων ψηφοφόρων των επηρεαζομένων από τα κρατούντα κατά την περίοδον των εκλογών λαϊκά ρεύματα. Ο τύπος είναι ο κυριώτερος δημιουργός των ρευμάτων τούτων και η κυκλοφορία του τύπου είναι σχεδόν αψευδής μάρτυς της κατευθύνσεως της δημόσιας γνώμης. Δυστυχώς παρ' ημίν ο τύπος περιήλθε εις χείρας, κατά μεγάλην πλειοψηφίαν, ουχί αγνάς και υπήρξε μέχρι τούδε ο μεγαλύτερος εχθρός του Εθνους. Ειμπορεί κανείς να δογματίση ότι βελτίωσις των πολιτικών ημών πραγμάτων είναι αδύνατος εάν δεν περιορισθή η ακολασία του τύπου».